- λήγει
- λήγωstaypres ind mp 2nd sgλήγωstaypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… … Dictionary of Greek
Wikipedia:Tablón de anuncios de los bibliotecarios/Portal/Archivo/Miscelánea/Actual — Otras solicitudes de intervención de un bibliotecario Esta sección del tablón de anuncios de los bibliotecarios sirve para pedir la intervención de un bibliotecario por razones no cubiertas por el resto de secciones del tablón (o por otras como… … Wikipedia Español
φωνηεντόληκτος — η, ο, Ν 1. γλωσσ. (για λέξη) αυτός τού οποίου το θέμα λήγει σε φωνήεν 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φωνηεντόληκτα (γλωσσ. γραμμ.) α) κατηγορία τών τριτόκλιτων ουσιαστικών τής Αρχαίας Ελληνικής τών οποίων το θέμα λήγει σε φωνήεν, δηλαδή έχει… … Dictionary of Greek
χειλικόληκτος — η, ο, Ν 1. γραμμ. αυτός που λήγει σε χειλικό φθόγγο 2. το ουδ. ως ουσ. τα χειλικόληκτα γραμμ. γλωσσικά στοιχεία, λέξεις τών οποίων το θέμα λήγει σε χειλικό φθόγγο, όπως λ.χ. φόβ ος, τρέφ ω, κόπ ος … Dictionary of Greek
Amelios Gentilianos — (griechisch Ἀμέλιος Γεντιλιανός; * wohl zwischen 216 und 226; † wohl zwischen 290 und 300) war ein antiker Philosoph. Er war Neuplatoniker und gehörte der Philosophenschule in Rom an, die von seinem Lehrer Plotin, dem Begründer des… … Deutsch Wikipedia
APENNINUS — mons, cuius nominis origo plane incerta est; siquidem nemo eam unquam aperuit, nisi quae per summum delirantis cerebri nugamentum de eo adnotaverunt Grammatici, in quibus Isidor. Origin l. 14. c. 8. ita tradit: Apenninus mons adpellatus quasi… … Hofmann J. Lexicon universale
-άδαινα — νεοελληνική ανδρωνυμική κατάληξη, θηλυκό ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα (πρβλ. την ανδρωνυμ. επαγγελμ. κατάληξη ού: μυλωνάς μυλωνού, κοσκινάς κοσκινού κ.λπ.), π.χ. η σύζυγος τού γαλατά, γαλατάδαινα τού αμαξά, αμαξάδαινα κ.λπ. Αναλογικά… … Dictionary of Greek
Οστρογότθοι — (= ανατολικοί Γότθοι). Κλάδος της γερμανικής φυλής των Γότθων, οι οποίοι στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. μετανάστευσαν από τη Βαλτική στη νότια Ρωσία και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Δον. Ο Δνείστερος τους χώρισε … Dictionary of Greek
αγιαποστολιάζω — [αγι Απόστολοι] 1. γιορτάζω τη γιορτή τών Αγίων Αποστόλων (29 Ιουνίου) 2. τηρώ τη νηστεία που λήγει την ημέρα τής γιορτής τών Αγίων Αποστόλων 3. λέγεται στην Κρήτη για τους τσομπάνηδες, οι οποίοι την ημέρα τής γιορτής τών Αγίων Αποστόλων λύνουν… … Dictionary of Greek
αδαχώ — ἀδαχῶ ( έω) (Α) ξύνω με τα νύχια μου, γρατσουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί *ὀδαχῶ < επίρρ. ὀδὰξ* (= δαγκώνοντας, με τα δόντια), με προληπτική αφομοίωση τού ο προς το α η δασύτητα (χ αντί κ) αναλογική (ρηματ. τύποι σε ξω, ξα μπορεί να ανάγονται σε… … Dictionary of Greek